- θηριωδέστατα
- θηριώδηςfull of wild beastsadverbial superlθηριώδηςfull of wild beastsneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηριωδεστάτας — θηριωδεστάτᾱς , θηριώδης full of wild beasts fem acc superl pl θηριωδεστάτᾱς , θηριώδης full of wild beasts fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek